- περικεκλεισμένος
- περικλείωshut in all roundperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλουαζονέ — το η τεχνική τής περίκλειστης σμάλτωσης καθώς και τα προϊόντα τής τεχνικής αυτής, η οποία συνίσταται σε συγκόλληση επάνω σε μεταλλική επιφάνεια, σύμφωνα με το περίγραμμα τού σχεδίου, λεπτών μεταλλικών λωρίδων και στο γέμισμα με σμάλτο τών… … Dictionary of Greek
περικεκλεισμένως — Α επίρρ. με συγκράτηση, χωρίς αυθορμητισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < περικεκλεισμένος, μτχ. μέσου παρακμ. τού περικλείω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek